πλατειασμός

πλατειασμός
ο пространность, растянутость (речи)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλατειασμός" в других словарях:

  • πλατειασμός — και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ [πλατειάζω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλατειάζω, η επέκταση τού λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία αρχ. η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων …   Dictionary of Greek

  • πλατειασμός — ο περιττολογία, πολυλογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατυασμός — ο, Ν βλ. πλατειασμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»